- κοτυλιζω
- κοτυλίζωκοτῠλίζω1) продавать по котилам, т.е. по мелочам
(τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.)
2) раздавать по частице(τέν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.)
(τέν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοτυλίζω — (Α) [κοτύλη] 1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.) 2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κοτυλίζετε — κοτυλίζω sell by the pres imperat act 2nd pl κοτυλίζω sell by the pres ind act 2nd pl κοτυλίζω sell by the imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοτυλισμέναι — κοτυλίζω sell by the perf part mp fem nom/voc pl κεκοτυλισμένᾱͅ , κοτυλίζω sell by the perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίζουσι — κοτυλίζω sell by the pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοτυλίζω sell by the pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίζειν — κοτυλίζω sell by the pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλισμός — κοτυλισμός, ὁ (Α) [κοτυλίζω] λειανική πώληση … Dictionary of Greek
κοτυλιστής — κοτυλιστής, ὁ (Α) [κοτυλίζω] αυτός που έπαιζε το παιχνίδι εγκοτύλη*, μίμος … Dictionary of Greek
κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek